- λόμπινγκ
- (lobbying). Διεθνής όρος με αγγλική προέλευση για την πρακτική επηρεασμού των νομοθετών από οργανωμένες ομάδες πίεσης, που έχουν συγκεκριμένο συμφέρον για ένα ζήτημα. Στις αγγλοσαξονικές χώρες η λειτουργία αυτή είναι αποδεκτή, έχει επίσημη μορφή και ασκείται από ειδικευμένους επαγγελματίες ή γραφεία. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων εκπροσωπούνται από θεσμούς, όπως είναι τα συνδικάτα, οι επαγγελματικές ενώσεις, οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και κυρίως τα πολιτικά κόμματα· το επαγγελματικό λ. δεν θεωρείται αποδεκτή πρακτική, πολιτικά και ηθικά, οπότε εφαρμόζεται περιθωριακά. Οι ομάδες πίεσης μπορεί να είναι υπέρ ή εναντίον ενός νομοσχεδίου που πρόκειται να ψηφιστεί σε νόμο ή να ζητούν τη δημιουργία νέας νομοθεσίας για ένα ζήτημα. Τα συμφέροντα που εκπροσωπούνται μπορεί να είναι επαγγελματικών ομάδων, ομάδων με συγκεκριμένες απόψεις (υπέρ ή κατά των εκτρώσεων, υπέρ ή κατά της κατοχής όπλων), οικολογικών οργανώσεων, γυναικείων οργανώσεων, υπέρ ή κατά ενός συγκεκριμένου εφάπαξ θέματος (αγγλ. single issue politics = πολιτική ενός ζητήματος). Ο όρος λ. προέρχεται από την αγγλική λέξη προθάλαμος (lobby), όπου παλαιότερα συναντούσαν οι εκπρόσωποι των ομάδων πίεσης τους βουλευτές προτού εισέλθουν στην αίθουσα συνεδριάσεων για την ψηφοφορία.
Dictionary of Greek. 2013.